Τύραννος — an absolute ruler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύραννος — an absolute ruler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύραννος — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαιότητα ο ανώτατος άρχων. Αργότερα, ο άνθρωπος που καταλάμβανε τα ανώτατα αξιώματα και τα ασκούσε κατά τρόπο αυθαίρετο και ανεξέλεγκτο. Στον Μεσαίωνα, ο ιδιώτης που σφετεριζόταν τη βασιλική εξουσία, χωρίς να έχει το… … Dictionary of Greek
τυράννοις — τύραννος an absolute ruler masc dat pl τύραννος an absolute ruler neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυράννοισι — τύραννος an absolute ruler masc dat pl (epic ionic aeolic) τύραννος an absolute ruler neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τυράννω — Τύραννος an absolute ruler masc nom/voc/acc dual Τύραννος an absolute ruler masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυράννω — τύραννος an absolute ruler masc nom/voc/acc dual τύραννος an absolute ruler masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυράννων — τύραννος an absolute ruler masc gen pl τύραννος an absolute ruler neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Тиранн — (Τύραννος) 1) софист, уроженец Ефеса, быть может учитель апостола Павла; 2) телохранитель Ирода … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Тиранн — (Τύραννος) 1) софист, уроженец Ефеса, быть может учитель апостола Павла; 2) телохранитель Ирода … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона